Παλατίνου

Παλατίνου
Παλατί̱νου , Παλατῖνος
Palatium
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • παλατίνος — I Ένας από τους 7 λόφους της αρχαίας Ρώμης, όπου βρίσκεται και το αρχαιότερο τμήμα της πόλης (Roma quadrata), τα όρια της οποίας χάραξε ο Ρωμύλος. Mέχρι την εποχή της Δημοκρατίας ο λόφος περιελάμβανε ιδιωτικές οικίες (Κικέρων, Κατιλίνας),… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • Αύλαντος — (1ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και τορνευτής. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά έζησε στην Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη. Διακρίθηκε για την αντικατάσταση της κεφαλής, που είχε σπάσει, του περίφημου αγάλματος της Άρτεμης, έργου του Τιμόθεου, στον ναό του Απόλλωνα… …   Dictionary of Greek

  • Βούπαλος — (6ος αι. π.Χ.).Γλύπτης από τη Χίο, γιος του Αρχέρνη και αδελφός της Αθήνιδας, που ήταν και οι δύο γλύπτες. Αναφέρεται ότι οι δύο αδελφοί κατασκεύασαν προσωπίδα της Άρτεμης στη Χίο, που σκυθρώπιαζε σε όσους πλησίαζαν και χαμογελούσε σε όσους… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καίλιος — (Caelius). Ένας από τους επτά λόφους της αρχαίας Ρώμης. Είχε ύψος 40 έως 49 μ. και βρισκόταν ΝΑ του Παλατίνου λόφου και Α του Αβεντίνου. Στην εμπορική συνοικία της Ρώμης που βρισκόταν εκεί, κατά την περίοδο λίγο πριν από το τέλος της Δημοκρατίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”